- βαρβαρισμός
- [варваризмос] ουσ. а. варварство,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
βαρβαρισμός — use of a foreign tongue masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρισμός — ο (AM βαρβαρισμός) [βαρβαρίζω] η χρησιμοποίηση εσφαλμένων τύπων λέξεων [«μιᾱς λέξεως κακία ὁ βαρβαρισμός, ἐπιπλοκῆς δε λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός» (βαρβαρισμός = γραμματικό σφάλμα, σολοικισμός = συντακτικό σφάλμα) (Απολλ. Δύσκολος)] νεοελλ … Dictionary of Greek
βαρβαρισμός — ο η με γραμματικά σφάλματα χρήση μιας γλώσσας: Ο λόγος του έχει τόσους βαρβαρισμούς που προδίδουν την ανύπαρκτη παιδεία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρβαρισμοῖς — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρισμοί — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρισμοῦ — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρισμούς — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρισμῶν — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρισμῷ — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρισμόν — βαρβαρισμός use of a foreign tongue masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Barbarismus — (aus gleichbed. griech. βαρβαρισμός zu βάρβαρος, bárbaros: „der Fremde, Barbar“) wird verwendet: in der antiken Rhetorik für die Falschschreibung oder falsche Verwendung eines Wortes, siehe Metaplasmus zuweilen in der Literaturwissenschaft für… … Deutsch Wikipedia